παραδεχτός

παραδεχτός
η , ό см. παραδεκτός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "παραδεχτός" в других словарях:

  • παραδεχτός — ή, ό αυτός που γίνεται ή μπορεί να γίνει δεχτός (αντίθ. απαράδεχτος): Οι απόψεις αυτές του γιατρού δεν ήταν παραδεχτές από τους συναδέλφους του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραδεκτός — και παραδεχτός, ή, ό / παραδεκτός, ή, όν, ΝΑΜ [παραδέχομαι] αυτός που μπορεί να γίνει ή που έγινε δεκτός («εἰ παραδεκτὸς εἴης ἡμῑν», Ιουλ.) …   Dictionary of Greek

  • εύλογος — η, ο επίρρ. α ορθός, λογικός, παραδεχτός, κατανοητός, δικαιολογημένος: Εύλογη αγανάχτηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ομόφωνος — η, ο 1. ο όμοιος στη φωνή, τον τόνο, το τραγούδι. 2. σύμφωνος, απ όλους παραδεχτός: Ομόφωνη απόφαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»